Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου 2015

Τι θα σήμαινε ένα Grexit για την Ευρώπη.



Η υπόθεση άμεσου Grexit, σε περίπτωση αποτυχίας της αναδιαπραγμάτευσης του ελληνικού χρέους και αδυναμίας αποπληρωμής του, είναι από τα ευρύτερα σχολιασμένα ευρωπαϊκά θέματα, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο Εξωτερικό. Ένα μεγάλο μέρος των συζητήσεων αφορά τα μέσα πίεσης που διαθέτει η Ελλάδα, τις πιθανότητες να γίνουν δεκτά τα ελληνικά αιτήματα και μέχρι πού μπορούν να πάνε οι παραχωρήσεις των εταίρων.
Αυτό το σύντομο σημείωμα έχει στόχο να αναλύσει ορισμένα από τα κόστη, οικονομικά
πολιτικά και γεωπολιτικά, που θα είχε μια ενδεχόμενη αποχώρηση της Ελλάδας από την Eυρωζώνη στην περίπτωση αποτυχίας μιας πιθανής αναδιαπραγμάτευσης, τόσο για τη ζώνη του ευρώ, όσο και για κράτη-μέλη.
Μέχρι σήμερα η ανάλυση έχει περιστραφεί κύρια γύρω από τα οικονομικά κόστη ενός ενδεχόμενου Grexit. Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε ότι τα κόστη αυτά συνδέονται κύρια με τις ζημίες που θα προέκυπταν από την άρνηση αποπληρωμής του Δημοσίου χρέους στους εταίρους και την Ευρωζώνη, τον κίνδυνο νέας κρίσης του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος και ανόδου, έπειτα από ένα Grexit, ενός κύματος δυσπιστίας των αγορών έναντι άλλων «υπερχρεωμένων» χωρών του ευρωπαϊκού νότου, με αποτέλεσμα καινούργιες κερδοσκοπικές κρίσεις και περαιτέρω αποσταθεροποίηση του ενιαίου νομίσματος.
Αναμφισβήτητα, τα κόστη και τα ρίσκα αυτά είναι όχι μόνο πραγματικά αλλά και σημαντικά. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος ανέρχεται γύρω στα 350 δισ. ευρώ, από τα οποία το χρέος προς την ευρωζώνη (ΕΚΤ, κράτη-μέλη, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα) αντιπροσωπεύει το 90%. Οι απαιτήσεις της Γερμανίας και της Γαλλίας προς την Ελλάδα που θα χάνονταν σε περίπτωση Grexit, αντιπροσωπεύουν γύρω στο 3%, και 2,4% αντίστοιχα του δημόσιου χρέους των χωρών αυτών.
Είναι αλήθεια ότι οι χώρες της Ευρωζώνης έκαναν ορισμένες προσπάθειες καλύτερης θωράκισής τους απέναντι στον κίνδυνο αδυναμίας αποπληρωμής των απαιτήσεών τους. Το μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών ομολόγων (90%), τα οποία βρίσκονταν αρχικά στα χαρτοφυλάκια των ευρωπαϊκών τραπεζών, έχει εξαγοραστεί από Δημόσιους οργανισμούς και Κράτη: ΔNT, ΕΚΕ και -κυρίως- μεγάλα ευρωπαϊκά κράτη (Γερμανία, Γαλλία), γεγονός που μειώνει τον κίνδυνο επέκτασης ενδεχόμενης ελληνικής τραπεζικής κρίσης στις ευρωπαϊκές τράπεζες. Επίσης, η πολιτική μαζικής αναχρηματοδότησης, που εφαρμόζει η ΕΚΤ μετά την εκλογή του Ντράγκι, έχει συντελέσει στη σταθεροποίηση της κατάστασης των ευρωπαϊκών τραπεζών, μέσω βελτίωσης της τραπεζικής ρευστότητας. 
Όμως, οι μέχρι σήμερα προσπάθειες θωράκισης της Ευρωζώνης παραμένουν ανεπαρκείς. Η δημιουργία του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΤΧΠΣ) και, στη συνέχεια, του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ) αποτελεί περαιτέρω βήμα της Ευρωζώνης στην κατεύθυνση αντιμετώπισης ενδεχόμενης νέας κερδοσκοπικής επίθεσης. Όμως, το σχετικά περιορισμένο μέγεθος των διαθεσίμων κεφαλαίων του ΕΤΧΣ και του ΕΜΣ καθιστά, κατά γενική ομολογία, το βήμα αυτό ανεπαρκές. Επίσης, η σχεδιαζόμενη ευρωπαϊκή τραπεζική ένωση, που δημιουργήθηκε για την καλύτερη πρόβλεψη των τραπεζικών κρίσεων και τη μεταφορά της ευθύνης λύσης τους στο επίπεδο της Ευρωζώνης - και σε βάρος όχι των πολιτών αλλά των μετόχων- περιλαμβάνει ένα πολύ μικρό ποσοστό του συνόλου των τραπεζών της Ευρωζώνης. Τις λεγόμενες «συστημικές» τράπεζες, που αριθμούν μόλις 130 σε σύνολο 6.000. Τέλος, ο προβλεπόμενος μηχανισμός έγκαιρης διάλυσης επισφαλών τραπεζών προς αποφυγή επανάληψης γενικευμένης τραπεζικής κρίσης, θεωρείται ως μη επαρκώς αξιόπιστος.
Επομένως, μια ενδεχόμενη έξοδος της Ελλάδας θα είχε σοβαρό οικονομικό κόστος για την Ευρωζώνη και τους εταίρους.
Όμως, στην κατάσταση που βρίσκεται σήμερα η Ευρωζώνη, ένα Grexit θα είχε επίσης και πολιτικό κόστος. Επιπλέον, δεδομένων των σημερινών ευρωπαϊκών και παγκόσμιων γεωπολιτικών συνθηκών, θα έβαζε και άλλου είδους προβλήματα στους ευρωπαίους εταίρους, ιδιαίτερα στη Γερμανία. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι συνέπειες γεωπολιτικής φύσης ενός Grexit έχουν πολύ λίγο μελετηθεί μέχρι σήμερα και ότι το πολιτικό κόστος που θα είχε η έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη αποτιμάται πιο δύσκολα από το οικονομικό.
Είναι αδιαμφισβήτητο ότι η επιμονή στην πολιτική λιτότητας, η παρατεινόμενη οικονομική κρίση της ευρωζώνης, οι κρίσεις δημοσίου χρέους και, πιο πρόσφατα, οι αυξανόμενοι κίνδυνοι ύφεσης, εντείνουν τον σκεπτικισμό, ακόμα και την εχθρότητα των ευρωπαϊκών λαών, συμπεριλαμβανομένου και του γερμανικού, ιδιαίτερα όμως των λαών της νότιας Ευρώπης, απέναντι στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αμφισβήτηση της ευρωπαϊκής πολιτικής τάξης πραγμάτων, η οποία εκφράζεται με την κρίση του δικομματισμού, στον οποίο στηρίχτηκε η διαδικασία ευρωπαϊκής ενοποίησης μέχρι σήμερα. Γρήγορη άνοδος της αριστεράς στην Ελλάδα και την Ισπανία όπου το Ποντέμος φαίνεται να αναδεικνύεται σε πρώτο κόμμα. Ενώ στις χώρες όπου η αριστερά ήταν ανέκαθεν αδύνατη (Αγγλία, Ολλανδία) ή στις οποίες βρίσκεται αυτή σε κρίση (Γαλλία) η αμφισβήτηση εκφράζεται με την ταχεία άνοδο ακροδεξιών και/ή ευρωφοβικών κομμάτων. Σύμφωνα με ορισμένες αναλύσεις, είναι πολύ πιθανό το Γιουκίπ να συμμετάσχει σε μία κυβέρνηση Κάμερον μετά τις αγγλικές βουλευτικές εκλογές του 2015. Και στη Γαλλία, το Εθνικό Μέτωπο έχει αναδειχθεί σε δεύτερο κόμμα, πριν από το σοσιαλιστικό.
Στις συνθήκες αυτές, η έξοδος χώρας-μέλους από την Ευρωζώνη θα αποτελούσε βαρύ κτύπημα για την αξιοπιστία της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης. Αφού, θα μπορούσε να εκληφθεί ότι προαναγγέλλει και άλλες εξόδους χωρών της νότιας Ευρώπης με ανάλογα προβλήματα, προοπτική που αντίκειται -ιδιαίτερα- στα γαλλικά συμφέροντα.
Επίσης, για τις κυρίαρχες ευρωπαϊκές χώρες, το οικονομικό αλλά και το πολιτικό κόστος αναγνωρισμένης απώλειας των απαιτήσεων, ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες, θα ήταν μεγαλύτερα από το κόστος μερικού κουρέματος του χρέους, αν λάβουμε μάλιστα υπόψη την - κατά γενική ομολογία – μη βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέος.
Αν λοιπόν τα κυρίαρχα κράτη της ευρωζώνης, η Γαλλία και -κυρίως- η Γερμανία, που πήραν και την πρωτοβουλία της δημιουργίας της, ενδιαφέρονται για τη διατήρησή της (και όλα δείχνουν ότι προς το παρόν τουλάχιστον, αυτό συμβαίνει) έχουν συμφέρον να βρεθεί συμβιβαστική λύση.
Αλλά και η σημερινή γεωπολιτική κατάσταση στην Ευρώπη και παγκόσμια υπαγορεύει σύνεση δεδομένων των πολύ αρνητικών συνεπειών που θα μπορούσε να έχει μια νέα κρίση της Ευρωζώνης πάνω στα αμερικανικά γεωπολιτικά σχέδια.
Είναι γνωστή η αντίθεση Ευρωζώνης-ΗΠΑ όσον αφορά τον τρόπο αντιμετώπισης της κρίσης του ελληνικού δημόσιου χρέους. Η αντίθεση αυτή εκδηλώθηκε και στα πλαίσια των θέσεων των μελών της Τρόικας σε σχέση με την ελληνική κρίση. Ενώ τα μέτρα «απελευθέρωσης» της αγοράς εργασίας και των δομικών μεταρρυθμίσεων υποστηρίζονταν, τόσο από το ΔΝΤ, όσο και από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΚΤ και Ευρωπαϊκή Επιτροπή), από την αρχή υπήρξε διαφωνία ανάμεσα στις δύο πλευρές, όσον αφορά τον τρόπο λύσης του προβλήματος του χρέους. Το ΔΝΤ ήταν πάντοτε ευνοϊκό απέναντι στην προοπτική haircut, κρίνοντας το χρέος μη βιώσιμο. Και όπως είναι γνωστό, η πολιτική του ΔΝΤ εκφράζει τις αμερικανικές επιλογές δεδομένου του δικαιώματος βέτο πού έχουν οι ΗΠΑ στις αποφάσεις του, παρά το γεγονός ότι ο διευθυντής του ΔΝΤ, κατά τα συμφωνηθέντα από το τέλος του Πολέμου, είναι πάντα ευρωπαίος.
Η διαφωνία Ευρωζώνης – ΗΠΑ επεκτείνεται και στην πολιτική λιτότητας που εφαρμόζεται στην Ευρώπη με «έμπνευση» της Γερμανίας. Οι Αμερικανοί βλέπουν με αυξανόμενη δυσαρέσκεια την Ευρωζώνη και την ενιαία αγορά να λειτουργούν προς όφελος κυρίως της Γερμανίας, η οποία χρησιμοποιεί την ενίσχυση του βάρους της γερμανικής οικονομίας στην Ευρωζώνη και τη συσσώρευση εμπορικών πλεονασμάτων αποκλειστικά προς εξυπηρέτηση των δικών της οικονομικών και γεωπολιτικών συμφερόντων. Υπενθυμίζουμε ότι ορισμένες ευρωπαϊκές και ειδικότερα γερμανικές γεωπολιτικές επιλογές, ιδιαίτερα όσον αφορά τις σχέσεις με τη Ρωσία, δεν βρίσκουν σύμφωνες τις ΗΠΑ.
Συνέπειες αυτής της υποβόσκουσας ενδοατλαντικής αντίθεσης είναι και η ουκρανική κρίση καθώς επίσης και ορισμένες αμερικανικές πρωτοβουλίες που, αν συνεχίζονταν, θα ευνοούσαν μια σχετική αυτονόμηση της Ανατολικής Ευρώπης.
Προς το παρόν, η Γερμανία φαίνεται να έχει επιλέξει διαλλακτική στάση απέναντι στις ΗΠΑ, ιδιαίτερα όσον αφορά τις σχέσεις με τη Ρωσία. Ενώ, στο οικονομικό πεδίο, η πασιφανής αποτυχία της πολιτικής λιτότητας δημιουργεί ελπίδες για αλλαγή της γερμανικής στάσης όσον αφορά την εφαρμογή πολιτικής λιτότητας στην Ευρώπη.
Εμείς πιστεύουμε ότι τα σημαντικότερα προβλήματα της Ευρωζώνης είναι διαρθρωτικά και, κατά συνέπεια, δεν λύνονται με αλλαγή απλώς της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής. Η Γερμανία δεν είναι διατεθειμένη να δεχτεί στα πλαίσια της σημερινής Ευρωζώνης, ουσιαστικές αλλαγές του ευρωπαϊκού θεσμικού πλαισίου. Είναι όμως γεγονός ότι η κυρίαρχη ευρωπαϊκή δύναμη βρίσκεται σήμερα υπό πίεση.
Μια άλλη πολύ σημαντική γεωπολιτική εξέλιξη που θα μπορούσε να επηρεάσει έμμεσα τις ευρωπαϊκές επιλογές, σχετικά με την αντιμετώπιση της κρίσης δημόσιου χρέους στην Ευρώπη, είναι η αναφαινόμενη πολιτική θέληση των ΗΠΑ για συσπείρωση - ιδιαίτερα της Ευρώπης και της Ιαπωνίας - γύρω τους, σε μια πολιτική αντιπαράθεσης με την Κίνα, με στόχο το περαιτέρω άνοιγμα της χώρας και την προσαρμογή του κινέζικου καπιταλισμού στα δυτικά πρότυπα. Αυτός ο στρατηγικός στόχος υλοποιείται στα υπό διαπραγμάτευση σύμφωνα, τη Διατλαντική Ζώνη Ελευθέρων Συναλλαγών (Τransatlantic Trade and Investment Partnership, TTIP) ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη, και την Εταιρική Σχέση του Ειρηνικού (Transpacific partnership, ΤP) ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και τις περισσότερες χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας, μεταξύ των οποίων και η Ιαπωνία.
Τόσο η πολιτική των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, όσο και οι διαφαινόμενες εξελίξεις στη Βόρεια Αφρική θεωρούμε ότι εντάσσονται στο πλαίσιο αυτού του αμερικάνικου στρατηγικού στόχου.
Βέβαια τίποτε δεν εγγυάται ότι οι διαπραγματεύσεις σχετικά με to TTIP και το ΤP θα στεφθούν με επιτυχία και ότι τα προαναφερθέντα σύμφωνα θα εφαρμοστούν τελικά. Όμως, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, το αμερικάνικο σχέδιο κινητοποίησης της Δύσης γύρω από αυτό τον στόχο αναμφισβήτητα δεν προωθείται με τον καλύτερο τρόπο με μια ενδεχόμενη αποσταθεροποίηση της Ευρωζώνης σαν αποτέλεσμα νέας κρίσης χρέους στην Ευρώπη.
Εν τέλει, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι στη σημερινή διεθνή συγκυρία τα προβλήματα γεωπολιτικού χαρακτήρα ενός ενδεχόμενου Grexit είναι μεγαλύτερα από τα οικονομικά, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη τον έντονα γεωπολιτικό χαρακτήρα της ίδιας της ευρωπαϊκής νομισματικής ενοποίησης.
*Η Κατερίνα Καπετανάκη-Σηφάκη είναι καθηγήτρια στην Οικονομική σχολή του πανεπιστημίου της Grenoble.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου